ἐπιμελεστέρᾳ

ἐπιμελεστέρᾳ
ἐπιμελεστέρᾱͅ , ἐπιμελής
careful
fem dat comp sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐπιμελεστέρα — ἐπιμελεστέρᾱ , ἐπιμελής careful fem nom/voc/acc comp dual ἐπιμελεστέρᾱ , ἐπιμελής careful fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμελεστέρας — ἐπιμελεστέρᾱς , ἐπιμελής careful fem acc comp pl ἐπιμελεστέρᾱς , ἐπιμελής careful fem gen comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμελεστέραν — ἐπιμελεστέρᾱν , ἐπιμελής careful fem acc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάρος — Νησί των Κυκλάδων, το τρίτο σε έκταση (194,46 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα Ν του συγκροτήματος Μυκόνου Δήλου, Δ της Νάξου και Α της Σίφνου. Ωοειδής στο σχήμα, με τους μεγάλους κόλπους της Νάουσας στα Β, της Παροικιάς στα Δ και του Δρυού στα Ν, και… …   Dictionary of Greek

  • Φάλια, Μανουέλ ντε– — (Falla, Κάδιξ 1876 – Άλτα Γράθια, Αργεντινή 1946). Ισπανός συνθέτης. Στην επιμελή και μακρόχρονη προπαρασκευή του φαίνεται να αντανακλάται ο μόχθος της ισπανικής μουσικής παιδείας, που, ιδιαίτερα στα χρόνια της νεανικής του ζωής, έτεινε να… …   Dictionary of Greek

  • αναθεωρώ — ησα, ήθηκα, ημένος 1. ερευνώ κάτι επιμελέστερα, ξαναεξετάζω, για να τροποποιήσω: Αναθεωρήθηκαν οι μη θεμελιώδεις διατάξεις του συντάγματος. 2. τροποποιώ προηγούμενες σκέψεις ή αποφάσεις μου: Τα πολιτικά κόμματα τα τελευταία χρόνια αναθεώρησαν… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιμελεστέραις — ἐπιμελής careful fem dat comp pl ἐπιμελεστέρᾱͅς , ἐπιμελής careful fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”